Η πρώτη ανάμνηση από τον τρύγο μας ήταν γύρω στο ‘65. Πιτσιρίκι εγώ, κρυβόμουνα στα άδεια καλάθια. Φώναζε η γιαγιά κι ο παππούς. «Βγέκα έξω να βάλουμε σταφύλια!». Έκοβα κι εγώ κάτι μικρά και τα αράδιαζα στον σωρό που ξεχείλιζε από το κοφίνι. Κουβάλαγε ο παππούς κι ο πατέρας τα κοφίνια, αραδιάζανε τα σταφύλια, τα πατούσαμε εμείς, κάνανε αυτοί μούστο, κάνανε κρασί. Όταν ήταν ν’ ανοίξει το πρώτο βαρέλι, καθόταν στο τραπέζι από φορμάικα, δίπλα στην ταπετσαρία με τα χρώματα, και δοκίμαζε την πρώτη γουλιά. Το κρασί, που ερχόταν από τον τρύγο τον δικό μας.