ένωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕνωσις < ἑνόω / ἑνῶ < εἷς < πρωτοελληνική *hens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm / *smih₂ < *séms < *sem- (ένας, μαζί)
σημασία: σύμπραξη < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική union
Mastihashop - Art of Nature
Parilio